διακριτικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διακριτικό τα διακριτικά
      γενική του διακριτικού των διακριτικών
    αιτιατική το διακριτικό τα διακριτικά
     κλητική διακριτικό διακριτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διακριτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου διακριτικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði̯a.kɾi.tiˈko/ & /ðʝa.kɾi.tiˈko/
παλιότερος συλλαβισμός: δι‐α‐κρι‐τι‐κό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διακριτικό ουδέτερο

  1. γνώρισμα ή σημάδι που χαρακτηρίζει ή διαφοροποιεί
    → δείτε και τις λέξεις σήμα, γαλόνι, οικόσημο, σύμβολο, λογότυπο και εθνόσημο
  2. διακριτικό σημάδι στη γραφή όπως τόνος, πνεύμα, σημάδι προσωδίας
    παραδειγματα
    ελληνικά γράμματα με διακριτικά: ἁ   ᾷ     ΐ
    λατινικά γράμματα με διακριτικά: é   É   ü   ô
    → δείτε την Κατηγορία:Διακριτικά σημάδια (νέα ελληνικά)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

διακριτικό

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του διακριτικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του διακριτικός

Δείτε επίσης[επεξεργασία]