διακριτικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διακριτικό ουδέτερο
- σήμα, γαλόνι, οικόσημο, σύμβολο, λογότυπο, εθνόσημο
- διακριτικό σημάδι στη γραφή, όπως τόνος, πνεύμα, σημάδι προσωδίας
- → δείτε την Κατηγορία:Διακριτικά σημάδια (νέα ελληνικά)
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
διακριτικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του διακριτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του διακριτικός