σήμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σήμα | τα | σήματα |
γενική | του | σήματος | των | σημάτων |
αιτιατική | το | σήμα | τα | σήματα |
κλητική | σήμα | σήματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σήμα < αρχαία ελληνική σῆμα
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σήμα ουδέτερο
- σχήμα ή άλλη οπτική ή ηχητική μέθοδος για την προβολή/εκπομπή ενός κωδικοποιημένου μηνύματος
- μην ξεκινήσει κανείς πριν δοθεί το σήμα εκκίνησης
- πινακίδα τροχαίας
- λογότυπο εταιρείας ή οργανισμού
- συνεχής ακολουθία κωδικοποιημένων πληροφοριών υπό ή προς μετάδοση
- (συνεκδοχικά) σύνδεση σε δίκτυο τηλεφωνίας, ικανότητα λήψης εκπομπής ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού ή άλλου είδους ηλεκτρομαγνητικής μετάδοσης από αντίστοιχη συσκευή λήψης
- το κινητό μου δεν έχει σήμα