Μετάβαση στο περιεχόμενο

trademark

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
trademark trademarks

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
trademark < trade + mark

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

trademark (en)

  1. το σήμα, ένα όνομα, σύμβολο ή σχέδιο που χρησιμοποιεί μια εταιρεία για τα προϊόντα της και που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από κανέναν άλλο
      an industry/business trademark - βιομηχανικό/εμπορικό σήμα
  2. το σήμα κατατεθέν, ένας ιδιαίτερος τρόπος συμπεριφοράς ή ντυσίματος που είναι χαρακτηριστικός για κάποιον και που τον κάνει να αναγνωρίζεται εύκολα
      The leather jacket is a trademark of bikers.
    Tο δερμάτινο μπουφάν είναι το σήμα κατατεθέν των μηχανόβιων.

Παράγωγα

[επεξεργασία]