mark
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mark | marks |
mark (en)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
mark στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | mark |
γ΄ ενικό ενεστώτα | marks |
αόριστος | marked |
παθητική μετοχή | marked |
ενεργητική μετοχή | marking |
mark (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mark | marks |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mark (fr) αρσενικό
Δανικά (da)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mark (da)
- ο αγρός