σημαδεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]σημαδεύω, πρτ.: σημάδευα, στ.μέλλ.: θα σημαδέψω, αόρ.: σημάδεψα, παθ.φωνή: σημαδεύομαι, μτχ.π.π.: σημαδεμένος
- χαράζω ή τυπώνω ένα χαρακτηριστικό σημάδι πάνω σε κάτι, για να μπορώ να το αναγνωρίσω αργότερα
- βάζω κάτι στο σημάδι μου, προσπαθώ να το πετύχω με βολή