aim

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
aim aims

aim (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας aim
γ΄ ενικό ενεστώτα aims
αόριστος aimed
παθητική μετοχή aimed
ενεργητική μετοχή aiming

aim (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) σκοπεύω, επιδιώκω, προσπαθώ ή σχεδιάζω να πετύχω κάτι
    I wonder what he’s aiming for?
    Τι σκοπεύει άραγε;
    He aims to be a chair at the Law School.
    Επιδιώκει να πάρει έδρα στη Νομική Σχολή.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intend
  2. (μεταβατικό, συνήθως παθητική φωνή) τείνω, αφορώ, λέω ή κάνω κάτι που έχει σκοπό να επηρεάσει ένα συγκεκριμένο άτομο ή ομάδα
    My efforts were aimed at persuading him to…
    Οι προσπάθειές μου έτειναν να τον πείσουν να…
    The dig wasn’t aimed at you.
    Η μπηχτή δεν αφορούσε εσένα.
     συνώνυμα: direct
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) σκοπεύω, στοχεύω, σημαδεύω, στρέφω ένα όπλο, μια κάμερα, μια κλωτσιά κτλ. σε κάποιον/κάτι
    You shot at random without aiming.
    Πυροβόλησες στην τύχη χωρίς να σκοπεύσεις.
    He aimed and fired.
    Σημάδεψε κι έριξε.
     συνώνυμα:  point, train και turn

Πηγές[επεξεργασία]