aim

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
aim aims

aim (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας aim
γ΄ ενικό ενεστώτα aims
αόριστος aimed
παθητική μετοχή aimed
ενεργητική μετοχή aiming

aim (en)

  1. (αμετάβατο) σκοπεύω, στοχεύω
    You shot at random without aiming.
    Πυροβόλησες στην τύχη χωρίς να σκοπεύσεις.
  2. (αμετάβατο) τείνω
    My efforts were aimed at persuading him to…
    Οι προσπάθειές μου έτειναν να τον πείσουν να…

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 871. ISBN 9780194325684. , λήμμα: τείνω