aim
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
aim | aims |
aim (en)
- ο σκοπός
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | aim |
γ΄ ενικό ενεστώτα | aims |
αόριστος | aimed |
παθητική μετοχή | aimed |
ενεργητική μετοχή | aiming |
aim (en)
- (αμετάβατο) σκοπεύω, στοχεύω
- ↪ You shot at random without aiming.
- Πυροβόλησες στην τύχη χωρίς να σκοπεύσεις.
- ↪ You shot at random without aiming.
- (αμετάβατο) τείνω
- ↪ My efforts were aimed at persuading him to…
- Οι προσπάθειές μου έτειναν να τον πείσουν να…
- ↪ My efforts were aimed at persuading him to…
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 871. ISBN 9780194325684., λήμμα: τείνω