point

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
point points

point (en)

  1. (μετρήσιμο) το επιχείρημα, η θέση, κάτι που λέει ή γράφει κάποιος για να πει τη γνώμη του ή να δηλώσει ένα γεγονός
    He has a point.
    Το επιχείρημα που θέτει έχει βάση/είναι ορθό. (Έχει ένα/κάποιο δίκιο.)
    I'd like to better understand the point you're making here.
    Θα ήθελα να καταλάβω καλύτερα το επιχείρημά που θέτεις/τη θέση που υποστηρίζεις εδώ.
  2. (μετρήσιμο, συνήθως the point), η ουσία, η θέση, το επιχείρημα, η κύρια ή πιο σημαντική ιδέα που λέγεται ή γίνεται
    We're missing the point, we're getting off-topic.
    Χάνουμε την ουσία, βγαίνουμε εκτός θέματος.
    The point is, we should learn to evolve.
    Το θέμα είναι να φροντίσουμε να εξελιχθούμε/η ουσία είναι ότι πρέπει να μάθουμε να εξελισσόμαστε.
    What is your point?
    Ποιο είναι το επιχείρημά σου/η θέση σου (ακριβώς); (τι θες να πεις/εννοείς ακριβώς;)
  3. (μη μετρήσιμο) ο σκοπός, η νόημα
    What is the point of this action?
    Ποιος είναι ο σκοπός αυτής της ενέργειας;
    There's no point talking to them.
    Δεν έχει νόημα να πάμε να τους μιλήσουμε/να τους μιλάμε.
  4. (μετρήσιμο) η λεπτομέρεια
    important/minor points - σημαντικές/ασήμαντες λεπτομέρειες
    I am omitting an important point.
    Παραλείπω μια σημαντική λεπτομέρεια.
     συνώνυμα: detail
  5. (μετρήσιμο) το σημείο, η στιγμή, το όριο, σε συγκεκριμένο χρόνο ή στάδιο ανάπτυξης
    The negotiations reached a point where no one knew how to go forward or retract back either
    Οι διαπραγματεύσεις έφτασαν σε ένα τέτοιο σημείο όπου κανείς δε γνώριζε πλέον ούτε πώς να προχωρήσει περαιτέρω ούτε πως να αναθεωρήσει [τη θέση του].
    At that point he stopped talking and stared at us.
    Εκείνη τη στιγμή σταμάτησε να μιλά και μας κοίταξε έντονα.
    As the load on the support kept increasing, it eventually reached its breaking point and gave in.
    Καθώς το φορτίο που δεχόταν το στήριγμα συνέχισε να αυξάνεται, στο τέλος έφτασε το όριο θραύσης του και αυτό [το στήριγμα] υποχώρησε.
  6. (μετρήσιμο) το σημείο, σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή περιοχή
    Where is the nearest point where I can park?
    Πού είναι το πλησιέστερο σημείο όπου μπορώ να παρκάρω;
  7. (μετρήσιμο) το σημείο του ορίζοντα, ένα σημάδι μιας κατεύθυνσης σε μια πυξίδα
    the points of the compass/the cardinal points - τα σημεία του ορίζοντα
     συνώνυμα: cardinal point
  8. (μετρήσιμο) ο βαθμός, ο πόντος, το ποσοστό μέτρησης που κερδίζεται σε παιχνίδι ή άθλημα
    Let's try to score some points.
    Ας προσπαθήσουμε να κερδίσουμε κάποιους βαθμούς/να πάρουμε κάποιους πόντους.
  9. (μετρήσιμο) το σημείο, η μονάδα, ένα σημάδι σε μια κλίμακα μέτρησης
    The water was heated until it reached boiling point.
    Το νερό ζεστάθηκε ώσπου έφθασε στο σημείο βρασμού.
    Yesterday the stock market rose three points.
    Χτες το χρηματηστήριο ανέβηκε τρεις μονάδες.
  10. (μετρήσιμο) ο πόντος, μια μονάδα για ένα βραβείο ή όφελος
    I am redeeming my points and earning euros.
    Εξαργυρώνω τους πόντους μου και κερδίζω ευρώ.
  11. (μετρήσιμο) η άκρη, η μύτη
    the point of a needle/of a pencil - η άκρη μιας βελόνας/ενός μολυβιού
    The rock had a shape like a wedge, leading to a sharp point.
    O βράχος είχε ένα σφηνοειδές σχήμα που κατέληγε σε μία μυτερή άκρη.
    the point of a sword/shoe/knife - η μύτη ενός ξίφους/παπουτσιού/μαχαιριού
     συνώνυμα: tip
  12. (μετρήσιμο) το ακρωτήριο, το τμήμα της ξηράς που εισέρχεται βαθιά στη θάλασσα
    We continued sailing by doubling the point.
    Συνεχίσαμε την πλεύση καβατζάροντας το ακρωτήρι.
  13. (μετρήσιμο, μαθηματικά) η υποδιαστολή, το κόμμα, το σημείο που χωρίζει τους δεκαδικούς από τους ακέραιους αριθμούς (τελεία) στις αγγλοσαξονικές χώρες
    (προφορικό) five point two - πέντε κόμμα δύο (5.2 ή 5,2 αντίστοιχα)
    The decimal point was moved two digits to the right.
    Η υποδιαστολή μετακινήθηκε δύο ψηφία δεξιά.
  14. (μόνο στον πληθυντικό, βρετανική σημασία) το κλειδί του σιδηροδρόμου
    The train crossed the points.
    Το τρένο διέσχισε τα κλειδιά.
     συνώνυμα: switch (αμερικανική σημασία)
  15. (μη μετρήσιμο, τυπογραφία) η στιγμή, η μονάδα μεγέθους στοιχείων γραμματοσειρών, ίση με το 1/72 της ίντσας
    This is a five-point type.
    Αυτό είναι ένα (τυπογραφικό) στοιχείο μεγέθους πέντε στιγμών.
    a book printed with a 10 point font - ένα βιβλίο τυπωμένο με στοιχεία των 10 στιγμών
  16. (μετρήσιμο, μαθηματικά, γεωμετρία) το σημείο
    There's an infinite number of points in a line.
    Υπάρχουν άπειρα σημεία σε μία γραμμή.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Υπώνυμα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας point
γ΄ ενικό ενεστώτα points
αόριστος pointed
παθητική μετοχή pointed
ενεργητική μετοχή pointing

point (en)

  1. (μεταβατικό & αμετάβατο, χωρίς παθητική φωνή) δείχνω, κινώ το χέρι, το δάχτυλο μου ή κάτι που κρατάω για να κατευθύνω το βλέμμα κάποιου σε κάτι προς το οποίο θέλω να στρέψω την προσοχή του
    It is rude to point at others.
    Είναι αγένεια να δείχνεις τους άλλους.
    He pointed to a spot on the ceiling.
    Έδειξε μια κηλίδα στο ταβάνι.
    He pointed at me with his stick.
    Με έδειξε με το μπαστούνι του.
    They were pointing towards us.
    Έδειχναν προς το μέρος μας.
  2. (μεταβατικό) γυρίζω, στρέφω, στρίβω, στοχεύω κάτι σε κάποιον ή κάτι
    He pointed his gun at me.
    Γύρισε το όπλο του εναντίον μου.
    I am pointing a telescope at the moon.
    Γυρίζω ένα τηλεσκόπιο προς το φεγγάρι.
    The firefighters pointed their hoses at the flames.
    Οι πυροσβέστες γύρισαν τις μάνικες προς τις φλόγες.
    He pointed his flashlight at me.
    Γύρισε το φακό του καταπάνω μου.
    He pointed the gun at her, and then shot.
    Έστρεψε το όπλο προς αυτήν και μετά την πυροβόλησε.
    She pointed her binoculars at the stage.
    Έστρεψε τα κιάλια της στη σκηνή.
    He pointed the car towards the exit.
    Έστριψε το αμάξι προς την έξοδο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη aim
  3. (αμετάβατο) δείχνω, αντικρίζω ή κατευθύνομαι προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
    The compass points north.
    Η πυξίδα δείχνει βόρεια.
    There are signs pointing to the exit.
    Υπάρχουν πινακίδες που δείχνουν την έξοδο.
  4. (μεταβατικό) παραπέμπω, δείχνω σε κάποιον ποιον δρόμο να ακολουθήσει ή με ποιον να μιλήσει
    He pointed me to you as you're the expert.
    Με παρέπεμψε προς σ' εσένα καθώς είσαι ο ειδικός.
  5. δημιουργώ ή προσθέτω αιχμή ή μύτη

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
point points

Προφορά[επεξεργασία]

 
ομόηχο: poing

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

point (fr) αρσενικό

  1. (μαθηματικά) το σημείο
  2. (σημείο στίξης) η τελεία
    point final (η τελεία στο τέλος ενός κειμένου)
    (μεταφορικά) Point final ! : τέρμα και τελείωσε (όταν σταματάμε κάτι χρονοβόρο)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]