point

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
point points

point (en)

  1. σημείο, στιγμή ή όριο διαδρομής (τοπικά, χρονικά ή ενός μεγέθους κάποιου είδους μέτρησης)
    The water was heated until it reached boiling point. - Το νερό ζεστάθηκε ώσπου έφθασε στο σημείο βρασμού.
    As the load on the support kept increasing, it eventually reached its breaking point and gave in.
    Καθώς το φορτίο που δεχόταν το στήριγμα συνέχισε να αυξάνεται, στο τέλος έφτασε το όριο θραύσης του και αυτό [το στήριγμα] υποχώρησε.
    At that point he stopped talking and stared at us. - Εκείνη τη στιγμή σταμάτησε να μιλά και μας κοίταξε έντονα.
    Where is the nearest point where I can park? - Πού είναι το πλησιέστερο σημείο όπου μπορώ να παρκάρω;
    The negotiations reached a point where no one knew how to go forward or retract back either
    Οι διαπραγματεύσεις έφτασαν σε ένα τέτοιο σημείο όπου κανείς δε γνώριζε πλέον ούτε πώς να προχωρήσει περαιτέρω ούτε πως να αναθεωρήσει [τη θέση του].
  2. (μαθηματικά, γεωμετρία) σημείο
    There's an infinite number of points in a line. - Υπάρχουν άπειρα σημεία σε μία γραμμή.
  3. (μαθηματικά) υποδιαστολή, το σημείο που χωρίζει τους δεκαδικούς από τους ακέραιους αριθμούς (τελεία) στις αγγλοσαξονικές χώρες, κόμμα
    (προφορικό) five point two - πέντε κόμμα δύο (5.2 ή 5,2 αντίστοιχα)
    the decimal point was moved two digits to the right - η υποδιαστολή μετακινήθηκε δύο ψηφία δεξιά
  4. άκρη, ακρωτήριο, ακίδα, μύτη (βελόνας, ξίφους κ.λπ.)
    The rock had a shape like a wedge, leading to a sharp point. - O βράχος είχε ένα σφηνοειδές σχήμα που κατέληγε σε μία μυτερή άκρη.
    We continued sailing by doubling the point. - Συνεχίσαμε την πλεύση καβατζάροντας το ακρωτήρι.
  5. επιχείρημα, θέση, νόημα, θέμα, ουσία, σκοπός
    What is your point? - Ποιο είναι το επιχείρημά σου/η θέση σου [ακριβώς]; (τι θες να πεις/εννοείς [ακριβώς];)
    he has a point - το επιχείρημα που θέτει έχει βάση/είναι ορθό (έχει ένα/κάποιο δίκιο)
    I'd like to better understand the point you're making here - Uα ήθελα να καταλάβω καλύτερα το επιχείρημά που θέτεις/τη θέση που υποστηρίζεις εδώ.
    there's no point talking to them - δεν έχει νόημα να πάμε να τους μιλήσουμε/να τους μιλάμε
    we're missing the point, we're getting off-topic - χάνουμε την ουσία, βγαίνουμε εκτός θέματος
    the point is, we should learn to evolve - το θέμα είναι να φροντίσουμε να εξελιχθούμε/η ουσία είναι ότι πρέπει να μάθουμε να εξελισσόμαστε
    What is the point of this act? - Ποιος είναι ο σκοπός αυτής της ενέργειας;
  6. βαθμός που κερδίζεται σε παιχνίδι ή άθλημα, πόντος, μονάδα ή ποσοστό (μέτρησης)
    Let's try score some points. - Ας προσπαθήσουμε να κερδίσουμε κάποιους βαθμούς/να πάρουμε κάποιους πόντους.
    Yesterday the stock market rose three points. - Χτες το χρηματηστήριο ανέβηκε τρεις μονάδες.
  7. (τυπογραφία) μονάδα μεγέθους (στιγμή) στοιχείων γραμματοσειρών, ίση με το 1/72 της ίντσας
    this is a five-point type - αυτό είναι ένα (τυπογραφικό) στοιχείο μεγέθους πέντε στιγμών
  8. (ΗΒ) κλειδί του σιδηροδρόμου
    the train crossed the points. - το τρένο διέσχισε τα κλειδιά.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • contact point: σημείο επαφής
  • moot point
  • point of reference ή reference point: σημείο αναφοράς
  • point of sale: σημείο πώλησης (αγοράς)
  • point of view: οπτική γωνία, άποψη
  • to reach breaking point: φθάνω σε σημείο ρήξης
  • to reach the point of no return: καταλήγω στο σημείο δίχως γυρισμό
  • to the point: επακριβώς

Υπώνυμα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας point
γ΄ ενικό ενεστώτα points
αόριστος pointed
παθητική μετοχή pointed
ενεργητική μετοχή pointing

point (en)

  1. σημειώνω, τονίζω, υποδεικνύω, δείχνω
    She pointed out that this wasn't in the script. - Τόνισε πως αυτό δεν περιλαμβανόταν στο κείμενο.
    There are signs pointing to the exit. - Υπάρχουν πινακίδες που δείχνουν την έξοδο.
  2. στρέφω, κατευθύνω, σκοπεύω, στρίβω, παραπέμπω
    he pointed the gun at her, and then shot - έστρεψε το όπλο προς αυτήν και μετά την πυροβόλησε
    he pointed the car towards the exit - έστριψε το αμάξι προς την έξοδο
    he pointed me to you as you're the expert - με παρέπεμψε προς σ' εσένα καθώς είσαι ο ειδικός
  3. δημιουργώ ή προσθέτω αιχμή ή μύτη

Παράγωγες λέξεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • point - Dictionary.com. Λήμματα από διάφορα λεξικά για την αγγλική γλώσσα. © 2019 Dictionary.com, LLC



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
point points

Προφορά[επεξεργασία]

 
ομόηχο: poing

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

point (fr) αρσενικό

  1. (μαθηματικά) το σημείο
  2. (σημείο στίξης) η τελεία
    point final (η τελεία στο τέλος ενός κειμένου)
    (μεταφορικά) Point final ! : τέρμα και τελείωσε (όταν σταματάμε κάτι χρονοβόρο)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]