point
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
point | points |
point (en)
- σημείο, στιγμή ή όριο διαδρομής (τοπικά, χρονικά ή ενός μεγέθους κάποιου είδους μέτρησης)
- ↪ The water was heated until it reached boiling point. - Το νερό ζεστάθηκε ώσπου έφθασε στο σημείο βρασμού.
- ↪ As the load on the support kept increasing, it eventually reached its breaking point and gave in.
- Καθώς το φορτίο που δεχόταν το στήριγμα συνέχισε να αυξάνεται, στο τέλος έφτασε το όριο θραύσης του και αυτό [το στήριγμα] υποχώρησε.
- ↪ At that point he stopped talking and stared at us. - Εκείνη τη στιγμή σταμάτησε να μιλά και μας κοίταξε έντονα.
- ↪ Where is the nearest point where I can park? - Πού είναι το πλησιέστερο σημείο όπου μπορώ να παρκάρω;
- ↪ The negotiations reached a point where no one knew how to go forward or retract back either
- Οι διαπραγματεύσεις έφτασαν σε ένα τέτοιο σημείο όπου κανείς δε γνώριζε πλέον ούτε πώς να προχωρήσει περαιτέρω ούτε πως να αναθεωρήσει [τη θέση του].
- (μαθηματικά, γεωμετρία) σημείο
- ↪ There's an infinite number of points in a line. - Υπάρχουν άπειρα σημεία σε μία γραμμή.
- (μαθηματικά) υποδιαστολή, το σημείο που χωρίζει τους δεκαδικούς από τους ακέραιους αριθμούς (τελεία) στις αγγλοσαξονικές χώρες, κόμμα
- ↪ (προφορικό) five point two - πέντε κόμμα δύο (5.2 ή 5,2 αντίστοιχα)
- ↪ the decimal point was moved two digits to the right - η υποδιαστολή μετακινήθηκε δύο ψηφία δεξιά
- άκρη, ακρωτήριο, ακίδα, μύτη (βελόνας, ξίφους κ.λπ.)
- ↪ The rock had a shape like a wedge, leading to a sharp point. - O βράχος είχε ένα σφηνοειδές σχήμα που κατέληγε σε μία μυτερή άκρη.
- ↪ We continued sailing by doubling the point. - Συνεχίσαμε την πλεύση καβατζάροντας το ακρωτήρι.
- επιχείρημα, θέση, νόημα, θέμα, ουσία, σκοπός
- ↪ What is your point? - Ποιο είναι το επιχείρημά σου/η θέση σου [ακριβώς]; (τι θες να πεις/εννοείς [ακριβώς];)
- ↪ he has a point - το επιχείρημα που θέτει έχει βάση/είναι ορθό (έχει ένα/κάποιο δίκιο)
- ↪ I'd like to better understand the point you're making here - Uα ήθελα να καταλάβω καλύτερα το επιχείρημά που θέτεις/τη θέση που υποστηρίζεις εδώ.
- ↪ there's no point talking to them - δεν έχει νόημα να πάμε να τους μιλήσουμε/να τους μιλάμε
- ↪ we're missing the point, we're getting off-topic - χάνουμε την ουσία, βγαίνουμε εκτός θέματος
- ↪ the point is, we should learn to evolve - το θέμα είναι να φροντίσουμε να εξελιχθούμε/η ουσία είναι ότι πρέπει να μάθουμε να εξελισσόμαστε
- ↪ What is the point of this act? - Ποιος είναι ο σκοπός αυτής της ενέργειας;
- βαθμός που κερδίζεται σε παιχνίδι ή άθλημα, πόντος, μονάδα ή ποσοστό (μέτρησης)
- ↪ Let's try score some points. - Ας προσπαθήσουμε να κερδίσουμε κάποιους βαθμούς/να πάρουμε κάποιους πόντους.
- ↪ Yesterday the stock market rose three points. - Χτες το χρηματηστήριο ανέβηκε τρεις μονάδες.
- (τυπογραφία) μονάδα μεγέθους (στιγμή) στοιχείων γραμματοσειρών, ίση με το 1/72 της ίντσας
- ↪ this is a five-point type - αυτό είναι ένα (τυπογραφικό) στοιχείο μεγέθους πέντε στιγμών
- (ΗΒ) κλειδί του σιδηροδρόμου
- ↪ the train crossed the points. - το τρένο διέσχισε τα κλειδιά.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- contact point: σημείο επαφής
- moot point
- point of reference ή reference point: σημείο αναφοράς
- point of sale: σημείο πώλησης (αγοράς)
- point of view: οπτική γωνία, άποψη
- to reach breaking point: φθάνω σε σημείο ρήξης
- to reach the point of no return: καταλήγω στο σημείο δίχως γυρισμό
- to the point: επακριβώς
Υπώνυμα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- access point, point-to-point (δίκτυο υπολογιστών)
- breaker point (μηχανολογία)
- decimal point
- full point (τυπογραφία)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | point |
γ΄ ενικό ενεστώτα | points |
αόριστος | pointed |
παθητική μετοχή | pointed |
ενεργητική μετοχή | pointing |
point (en)
- σημειώνω, τονίζω, υποδεικνύω, δείχνω
- ↪ She pointed out that this wasn't in the script. - Τόνισε πως αυτό δεν περιλαμβανόταν στο κείμενο.
- ↪ There are signs pointing to the exit. - Υπάρχουν πινακίδες που δείχνουν την έξοδο.
- στρέφω, κατευθύνω, σκοπεύω, στρίβω, παραπέμπω
- ↪ he pointed the gun at her, and then shot - έστρεψε το όπλο προς αυτήν και μετά την πυροβόλησε
- ↪ he pointed the car towards the exit - έστριψε το αμάξι προς την έξοδο
- ↪ he pointed me to you as you're the expert - με παρέπεμψε προς σ' εσένα καθώς είσαι ο ειδικός
- δημιουργώ ή προσθέτω αιχμή ή μύτη
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- point - Dictionary.com. Λήμματα από διάφορα λεξικά για την αγγλική γλώσσα. © 2019 Dictionary.com, LLC
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
point | points |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
point (fr) αρσενικό
- (μαθηματικά) το σημείο
- (σημείο στίξης) η τελεία
- ↪ point final (η τελεία στο τέλος ενός κειμένου)
- (μεταφορικά) Point final ! : τέρμα και τελείωσε (όταν σταματάμε κάτι χρονοβόρο)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- point - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Μαθηματικά (αγγλικά)
- Γεωμετρία (αγγλικά)
- Προφορικοί όροι (αγγλικά)
- Τυπογραφία (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'ask' (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Ομόηχα (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Μαθηματικά (γαλλικά)
- Σημεία στίξης (γαλλικά)