σιδηρόδρομος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σιδηρόδρομος (μαρτυρείται από το 1871) [1] < σίδηρος + -ο- + δρόμος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική chemin de fer[2] [3] ή γερμανική Εisenbahn[2] [3])
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.ðiˈɾo.ðɾo.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐δη‐ρό‐δρο‐μος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σιδηρόδρομος αρσενικό
- το μεταφορικό μέσο που αποτελείται από άμαξες (μηχανή και βαγόνια) που κινούνται πάνω σε σιδηροτροχιές (σιδερένιες ράγες)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- σιδερόδρομος (λαϊκό, προφορικό)
[επεξεργασία]
- σιδηροδρομάκι
- σιδηροδρομικά
- σιδηροδρομικός
- σιδηροδρομικώς
- → δείτε τις λέξεις σίδηρος και δρόμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σιδηρόδρομος
|
[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 904, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ 2,0 2,1 σιδηρόδρομος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ 3,0 3,1 σιδηρόδρομος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσκαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)