railroad
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
railroad
railroads
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
railroad
<
rail
+
road
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
railroad
(en)
(
ΗΠΑ
)
ή
railway
(
ΗΒ
)
(
μέσο μεταφορών
) ο
σιδηρόδρομος
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη λέξη
rail
η
σιδηροτροχιά
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη λέξη
rail
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Μέσα μεταφορών (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
العربية
বাংলা
English
Esperanto
Español
Eesti
Suomi
Français
Magyar
Հայերեն
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Limburgs
മലയാളം
Oromoo
Polski
Русский
Simple English
Svenska
தமிழ்
ไทย
Türkçe
Tiếng Việt
中文
Bân-lâm-gú