rail
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rail | rails |
rail (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | rail |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rails |
αόριστος | railed |
παθητική μετοχή | railed |
ενεργητική μετοχή | railing |
rail (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο, επίσημο) τα βάζω με κάποιον
- ↪ It’s no use railing at/railing against the government.
- Δεν ωφελεί να τα βάζεις με την κυβέρνηση.
- ↪ It’s no use railing at/railing against the government.
Πηγές[επεξεργασία]
- rail (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- rail (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 153. ISBN 9780194325684., λήμμα: βάζω
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- rail < (άμεσο δάνειο) αγγλική rail
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rail | rails |
rail (fr) αρσενικό
- η γραμμή του τρένου, η σιδηροτροχιά
Σύνθετα[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Μέσα μεταφορών (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'ask' (αγγλικά)
- Επίσημοι όροι (αγγλικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)