rail
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rail | rails |
rail (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- rail < (άμεσο δάνειο) αγγλική rail
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rail | rails |
rail (fr) αρσενικό
- η γραμμή του τρένου, η σιδηροτροχιά