track

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: truck

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
track < (κληρονομημένο) μέση αγγλική trak / tracke < παλαιά γαλλική trac, αβέβαιης ετυμολογίας

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /træk/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
track tracks

track (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η σιδηροτροχιά, η γραμμή
    ⮡  The workers inspected the tracks to make sure they were in good condition.
    Οι εργαζόμενοι επιθεωρούσαν τις σιδηροτροχιές για να βεβαιωθούν ότι ήταν σε καλή κατάσταση.
    ⮡  The train went off the tracks.
    Το τρένο ξέφυγε από τις γραμμές.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη rail
  2. η πίστα, κομμάτι εδάφους με ειδική επιφάνεια για να κάνουν αγώνες ή να οδηγούν άτομα, αυτοκίνητα κτλ.
    ⮡  a race track - πίστα αγώνων
    ⮡  a horse riding track - πίστα ιππασίας
    ⮡  a motorcycle racing track - πίστα αγώνων μοτοσικλετών
  3. (μη μετρήσιμο, αμερικανική σημασία) η πίστα, αθλήματα σε πίστα
    ⮡  track sports - αθλήματα πίστας
  4. το ίχνος, το χνάρι
    ⮡  The tracks from the wheels were printed on the soft snow.
    Τα ίχνη των τροχών αποτυπώθηκαν πάνω στο μαλακό χιόνι.
  5. ο δρόμος, το μονοπάτι
  6. η τροχιά
  7. το κομμάτι (ήχος που έχει εγγραφεί σε δίσκο)
  8. το μετατρόχιο
  9. (υλικό υπολογιστή) η άτρακτος στην επιφάνεια μαγνητικού δίσκου ενός σκληρού δίσκου

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
ενεστώτας track
γ΄ ενικό ενεστώτα tracks
αόριστος tracked
παθητική μετοχή tracked
ενεργητική μετοχή tracking

track (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ιχνηλατώ, καταδιώκω κάποιον αναζητώντας και ακολουθώντας τα ίχνη του
    ⮡  The police are tracking around the area where the fugitives were seen.
    Οι αστυνομικοί ιχνηλατούν γύρω από την περιοχή όπου θεάθηκαν οι δραπέτες.
     συνώνυμα:  trace και trail
  2. (μεταβατικό) ιχνηλατώ, παρακολουθώ τις κινήσεις κάποιου ή κάτι, ειδικά χρησιμοποιώντας ειδικό ηλεκτρονικό εξοπλισμό
    ⮡  The qualified agencies track the contacts of coronavirus carriers.
    Οι αρμόδιες υπηρεσίες ιχνηλατούν τις επαφές φορέων του κορονοϊού.
    ⮡  My phone is being tracked.
    Το τηλέφωνό μου παρακολουθείται.
  3. (μεταβατικό) παρακολουθώ την πρόοδο ή την εξέλιξη κάποιου ή κάτι
    ⮡  Each transaction is then tracked by a specific customer, area, and date.
    Στη συνέχεια, κάθε συναλλαγή παρακολουθείται με έναν συγκεκριμένο πελάτη, περιοχή και ημερομηνία.

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]