trail

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

trail (en)

  1. διαδρομή

trail (en)

  1. παρακολουθώ τα ίχνη (ζώου, κλπ)