μονοπάτι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | μονοπάτι | μονοπάτια |
γενική | μονοπατιού | μονοπατιών |
αιτιατική | μονοπάτι | μονοπάτια |
κλητική | μονοπάτι | μονοπάτια |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μονοπάτι ουδέτερο
- στενός και δύσβατος δρομίσκος στην ύπαιθρο, που συνήθως έχει σχηματισθεί από τη συχνή διέλευση ανθρώπων ή ζώων
- (γενικότερα) στενός ορεινός δρόμος
- (μεταφορικά) ενέργειες ή δράσεις που οδηγούν στην επίτευξη κάποιου σκοπού ή παράγουν κάποιο αποτέλεσμα
- Η οικολογία είναι ο μόνος σίγουρος δρόμος προς την ελευθερία. Δεν είναι πρόσκληση για ένταξη σε μια ιδεολογία ή σε μια πολιτική άποψη, είναι ενα προσωπικό μονοπάτι καθημερινής απελευθέρωσης από τη βαρβαρότητα του κοινωνικού μας συστήματος και της αντιανθρωπιστικής και αντιεπιστημονικής κουλτούρας του. (*)
[επεξεργασία]
Παροιμίες[επεξεργασία]
- το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι: κάποιος καπάτσος και ικανός μπορεί να επινοήσει κι άλλους τρόπους αντιμετώπισης μιας δυσκολίας, επίλυσης κάποιου προβλήματος και επίτευξης κάποιων στόχων