επίτευξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επίτευξη < (διαχρονικό) ελληνιστική κοινή ἐπίτευξις ("επιτυχία στόχου").[1] Μορφολογικά, ἐπί + τεῦξις
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eˈpi.tef.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πί‐τευ‐ξη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επίτευξη θηλυκό
- εκπλήρωση, επιτυχία
[επεξεργασία]
- επίτευγμα
- επιτεύχθηκα → δείτε τη λέξη επιτυγχάνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επίτευξη
[επεξεργασία]
- ↑ «επίτευξη» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.