achievement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
achievement | achievements |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]achievement (en)
- η επίτευξη, η ολοκλήρωση
- το επίτευγμα, το κατόρθωμα