achieve
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | achieve |
γ΄ ενικό ενεστώτα | achieves |
αόριστος | achieved |
παθητική μετοχή | achieved |
ενεργητική μετοχή | achieving |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]achieve (en)
- (μεταβατικό) πετυχαίνω, επιτυγχάνω, φτάνω σε έναν συγκεκριμένο στόχο, ειδικά μετά από πολύ καιρό εργασίας
- ⮡ I achieved my goal.
- Πέτυχα τον σκοπό μου.
- ⮡ The goal of this fund is to achieve widespread use of basic social services.
- Ο στόχος του ταμείου αυτού είναι να επιτύχει τη εξαπλωμένη χρήση βασικών κοινωνικών υπηρεσιών.
- ⮡ I achieved my goal.
- (μεταβατικό) καταφέρνω, πετυχαίνω να κάνω κάτι για να συμβεί
- ⮡ She achieved not spilling her coffee.
- Τα κατάφερε να μη χύσει τον καφέ της.
- ⮡ She achieved not spilling her coffee.
- (αμετάβατο) πετυχαίνω, το να είμαι πετυχημένος
- ⮡ He is determined to achieve in his life.
- Είναι αποφασισμένος να πετύχει στη ζωή του.
- ⮡ He is determined to achieve in his life.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη accomplish