achieve
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
achieve < αγγλονορμανδική aschever < μέση γαλλική achever, achiever < λατινική accappare < accappo < ad + caput + -o
Ρήμα[επεξεργασία]
achieve (en)