Μετάβαση στο περιεχόμενο

achieve

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας achieve
γ΄ ενικό ενεστώτα achieves
αόριστος achieved
παθητική μετοχή achieved
ενεργητική μετοχή achieving

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
achieve < αγγλονορμανδική aschever < μέση γαλλική achever, achiever < λατινική accappare < accappo < ad + caput + -o

achieve (en)

  1. (μεταβατικό) πετυχαίνω, επιτυγχάνω, φτάνω σε έναν συγκεκριμένο στόχο, ειδικά μετά από πολύ καιρό εργασίας
      I achieved my goal.
    Πέτυχα τον σκοπό μου.
      The goal of this fund is to achieve widespread use of basic social services.
    Ο στόχος του ταμείου αυτού είναι να επιτύχει τη εξαπλωμένη χρήση βασικών κοινωνικών υπηρεσιών.
  2. (μεταβατικό) καταφέρνω, πετυχαίνω να κάνω κάτι για να συμβεί
      She achieved not spilling her coffee.
    Τα κατάφερε να μη χύσει τον καφέ της.
  3. (αμετάβατο) πετυχαίνω, το να είμαι πετυχημένος
      He is determined to achieve in his life.
    Είναι αποφασισμένος να πετύχει στη ζωή του.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]