caput
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- caput < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kauput- / *káput-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
caput ουδέτερο
- κεφάλι
- (συνεκδοχικά) άνθρωπος
- πρωτεύουσα, μητρόπολη
- αρχηγός
- κορυφή
- πηγή
- βίος
- θάνατος
- κύριος
- κορυφαίος
- κεφάλαιο
- είδος ασθένειας νεογέννητων
[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- anceps
- biceps
- capitalis
- capitastrum
- capitellum
- capitium
- capitulum
- centiceps
- -ceps
- deinceps
- princeps
- sinciput
- triceps
Εκφράσεις[επεξεργασία]
caput «recido» αποκόπτω την κεφαλή
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | caput | capită |
γενική | capitis | capitum |
δοτική | capitī | capitĭbus |
αιτιατική | caput | capită |
κλητική | caput | capită |
αφαιρετική | capite | capitĭbus |