princeps
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
princeps αρσενικό
Κλίση[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
princeps αρσενικό
- πρώτος
- αρχηγός
- έξοχος
- επιφανής
- άριστος
- ο (πρωτότοκος) γιος του αυτοκράτορα
- πρίγκιπας
- ηγεμόνας
- βασιλιάς
- αυτοκράτορας
- εκατόνταρχος
- (principes): επίλεκτοι στρατιώτες της λεγεώνας
[επεξεργασία]
- principatus
- → δείτε τις λέξεις primus και capio