ηγεμόνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ηγεμόνας | οι | ηγεμόνες |
γενική | του | ηγεμόνα | των | ηγεμόνων |
αιτιατική | τον | ηγεμόνα | τους | ηγεμόνες |
κλητική | ηγεμόνα | ηγεμόνες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ηγεμόνας < αρχαία ελληνική ἡγεμών < ἡγέομαι / ἡγοῦμαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seh₂g-
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.ʝeˈmo.nas/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ηγεμόνας αρσενικό (θηλυκό: ηγεμονίδα)
- αυτός που κυβερνάει με απολυταρχικό τρόπο ένα ανεξάρτητο ή ημιαυτόνομο κράτος
- ο επικεφαλής μιας ηγεμονίας
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ηγεμόνευση
- ηγεμονεύω
- ηγεμονία
- ηγεμονικά
- ηγεμονικός
- ηγεμονίσκος
- ηγεμονισμός
- → δείτε τη λέξη ηγούμαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)