ηγεμόνευση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηγεμόνευση οι ηγεμονεύσεις
      γενική της ηγεμόνευσης* των ηγεμονεύσεων
    αιτιατική την ηγεμόνευση τις ηγεμονεύσεις
     κλητική ηγεμόνευση ηγεμονεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ηγεμονεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ηγεμόνευση < ηγεμονεύ(ω) + -σις > -ση

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.ʝeˈmo.nef.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐γε‐μό‐νευ‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ηγεμόνευση θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]