έξοχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έξοχος < αρχαία ελληνική ἔξοχος
Επίθετο
[επεξεργασία]έξοχος, -η, -ο
- πάρα πολύ καλός
- Ο καιρός ήταν έξοχος.
- Εκτός από ποιητής ήταν και ένας έξοχος θεατρικός συγγραφέας.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- εξοχότατος
- έξοχα
- εξόχως
- → δείτε τη λέξη εξέχω