Μετάβαση στο περιεχόμενο

sublime

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: sublimé

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sublime sublimes

sublime (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sublime sublimes

sublime (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Επίθετο

[επεξεργασία]

sublime (it)

  1. ψηλός
  2. (μεταφορικά) ύψιστος, θαυμάσιος