sublime
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sublime | sublimes |
sublime (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sublime | sublimes |
sublime (fr) αρσενικό
- ο ανώτατος βαθμός μιας ιδιότητας
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
sublime (it)