βασιλιάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βασιλιάς οι βασιλιάδες
      γενική του βασιλιά των βασιλιάδων
    αιτιατική τον βασιλιά τους βασιλιάδες
     κλητική βασιλιά βασιλιάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βασιλιάς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βασιλιάς < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βασιλεύς

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /va.siˈʎas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐σι‐λιάς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βασιλιάς αρσενικό (θηλυκό βασίλισσα)

  1. (ιστορία) ο κληρονομικός πολιτικός ή/και στρατιωτικός ηγέτης μιας φυλής ή ενός κράτους που κυβερνά μόνος του με απόλυτη εξουσία ή περιστοιχιζόμενος από ένα συμβούλιο ή κοινοβούλιο
    Τον εικοστό αιώνα, οι βασιλιάδες στην Ευρώπη ήταν όλοι συνταγματικοί μονάρχες.
    άλλες μορφές: βασιλέας
     συνώνυμα: μονάρχης και ρήγας, κράλης
  2. (μεταφορικά) που ξεχωρίζει σε έναν τομέα, επειδή έχει αποκτήσει μεγάλη φήμη ή μεγάλη ισχύ ή πλούτο
    Ο βασιλιάς των ζώων είναι τo λιοντάρι κι ο βασιλιάς των πουλιών είναι ο αετός.
  3. (σκάκι) ένα από τα κομμάτια στο σκάκι
    (για τον «βασιλιά» στα χαρτιά → δείτε τη λέξη ρήγας)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]


Πηγές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βασιλιάς < τύπος βασιλέας με συνίζηση σε -ιάς για αποφυγή της χασμωδίας[1] < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βασιλεύς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βασιλιάς αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]