βασιλιάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βασιλιάς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βασιλιάς < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βασιλεύς < άγνωστης ετυμολογίας με πολλές παρετυμολογικές ετυμολογήσεις [1] → δείτε τη λέξη βασιλεύς
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /va.siˈʎas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐σι‐λιάς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βασιλιάς αρσενικό (θηλυκό βασίλισσα)
- (ιστορία) ο κληρονομικός πολιτικός ή/και στρατιωτικός ηγέτης μιας φυλής ή ενός κράτους που κυβερνά μόνος του με απόλυτη εξουσία ή περιστοιχιζόμενος από ένα συμβούλιο ή κοινοβούλιο
- (μεταφορικά) που ξεχωρίζει σε έναν τομέα, επειδή έχει αποκτήσει μεγάλη φήμη ή μεγάλη ισχύ ή πλούτο
- (σκάκι) ένα από τα κομμάτια στο σκάκι
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- βασιλικότερος του βασιλέως: λέγεται για κάποιον που εμφανίζεται να υπερασπίζει υπερβολικά μια ιδέα ή ένα αξίωμα πιο πολύ από τους οπαδούς της ή τους κατόχους του αξιώματος
[επεξεργασία]
- βασιλο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα βασιλο- στο Βικιλεξικό
- όπως βασιλόπουλο, βασιλόφρων
- βασιλο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα βασιλο- από το αϊ-Βασίλης στο Βικιλεξικό
- όπως βασιλόπιτα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βασιλιάς
[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Σκάκι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)