μονάρχης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μονάρχης | οι | μονάρχες |
γενική | του | μονάρχη | των | μοναρχών |
αιτιατική | τον | μονάρχη | τους | μονάρχες |
κλητική | μονάρχη | μονάρχες | ||
όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονάρχης < μεσαιωνική ελληνική μονάρχης < αρχαία ελληνική μόναρχος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mɔ.ˈnaɾ.çis/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μονάρχης αρσενικό
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Χρησιμοποιείται αντί του «βασιλιάς» για μια περισσότερο επιστημονική και σοβαρή χροιά