πεταλούδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πεταλούδα < άγνωστης ετυμολογίας, πιθανόν από το πετηλίς, ακρίδα
- πεταλούδα < από το αρχαίο ρήμα, Πετάννυμι, από το ἀνά + πετάννυμι < "ἀναπεπταμένην"
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pe.taˈlu.ða/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πεταλούδα θηλυκό
- (εντομολογία) είδος εντόμου, με τέσσερα μεγάλα πολύχρωμα φτερά
- το παπιγιόν ή παπιόν
- είδος παξιμαδιού, με δύο "φτερά"
- στυλ κολύμβησης στο οποίο οι αθλητές κουνάνε κυκλικά από πίσω προς τα μπρος τα χέρια τους και με κυματισμούς τα πόδια τους
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- καντιλοσβήστρα
- λυχνοπέτης
- λυχνοσβήστης
- παπιγιόν ή παπιόν
- χρυσαλίδα
- ψυχάρι
- ψυχαρούδα
- ψυχή
- καταπέταγμα
- παραπέταγμα
- πέταγμα
- πεταχτός
- υψιπέτης
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
πεταλούδα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έντομο
|