motyl
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]motyl < πρωτοσλαβική motyl'ь
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]motyl (pl) θηλυκό
motyl < πρωτοσλαβική motyl'ь
motyl (pl) θηλυκό