papilio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
papilio (eo)
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- papilio < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pel-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
papilio (la) αρσενικό