delfin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

delfin (az)

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

delfin (pl) αρσενικό

  1. (θαλάσσιο θηλαστικό ζώο) το δελφίνι
  2. ο δελφίνος



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

delfin (ro)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

delfin (sv)