βασιλές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βασιλές οι βασιλέδες
      γενική του βασιλέ των βασιλέδων
    αιτιατική τον βασιλέ τους βασιλέδες
     κλητική βασιλέ βασιλέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βασιλές < βασιλέας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βασιλές αρσενικό

  • (ιδιωματικό, παρωχημένο) ο βασιλιάς· δημώδης τύπος του βασιλέας
    ※  Ένα παλλικάρ' πήγε και το γείπε το bαbά τ’. Πάντε 'ς το βασιλέ να δώσ' ορνέκ (δείγμα). […] Γλέπτε, λέγει ο βασιλές, χρειάζουdαι οι παπούδες, να μη τις σφάζτε πλια, να φίντε να πεθνήσκουνα πε το θάνατο. Πε τότε και γύστερα δε σφάζνα τις παπούδες και τις bάbες, αλλά πεθνήσκουνε όdες γερνούσνα. Ο βασιλές το γείπε και τις άλλες τις βασιλέδες και δε σφάζνα πια τις παπούδες και τις bάbες
    καταγραφή αφήγησης: Δ.Α. Πετρόπουλος, «Λαογραφικά Σκοπού Ανατ. Θράκης», Αρχείο Θρακικού Λαογραφικού Γλωσσικού Θησαυρού Ε΄ (1938-39), σσ. 163-164. Καταχώριση στο αποθετήριο του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών· πρόσβαση: 2020-12-15.
    ※  Ζούσε μια φορά στο χωριό μου ένας βασιλές. Ένας βασιλές όμως αληθινός […] που τον αγαπούσαν ούλοι οι ανθρώποι και ούλα τα μωρά
    Αθανάσιος Γκράβαλης, διήγημα «Η βασιλές», συλλογή: Της Ματζουράνενας το χάλασμα και άλλα αφηγήματα. Eπιμέλεια: Ε.Χ. Γονατάς. Aθήνα: Στιγμή, 1988, σ. 9.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]