król
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]król (pl) < από το όνομα του Καρλομάγνου
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]król (pl) αρσενικό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- tam, gdzie król chodzi piechotą: (κατά λέξη: εκεί που ο βασιλιάς πάει με τα πόδια)
- za króla Ćwieczka: πάρα πολύ παλιά, τα πολύ παλιά χρόνια