roi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | roi | rois |
θηλυκό | reine | reines |
roi (fr) αρσενικό
- αυτός που διοικεί μια χώρα, η οποία αποκαλείται βασίλειο
- (μεταφορικά) ένα σπουδαίο πρόσωπο
- le client est roi - ο πελάτης είναι βασιλιάς
- (μεταφορικά) ο πιο ισχυρός σε έναν τομέα, μεγιστάνας
- il est le roi du pétrole - είναι ο βασιλιάς του πετρελαίου
- (μεταφορικά) κάτι σημαντικό
- le jeu d’échecs est souvent qualifié de roi des jeux - το σκάκι θεωρείται ο βασιλιάς των παιχνιδιών
- le lion est le roi des animaux - το λιοντάρι είναι ο βασιλιάς των ζώων
- το πιο σπουδαίο κομμάτι σε μια σκακιέρα
- ton roi serait mieux abrité si tu roquais - εάν έκανες ροκέ, θα προστάτευες καλύτερα το βασιλιά σου
- ο ρήγας, ένα από τα τέσσερα πρόσωπα ενός χαρτοπαίγνιου