φιγούρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φιγούρα | οι | φιγούρες |
γενική | της | φιγούρας | των | (φιγουρών) |
αιτιατική | τη | φιγούρα | τις | φιγούρες |
κλητική | φιγούρα | φιγούρες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φιγούρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική figura < λατινική figura < fingo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰeyǵʰ- (κατασκευάζω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fiˈɣu.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φι‐γού‐ρα
- παρώνυμο: φαγούρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φιγούρα θηλυκό
- σχεδίασμα ανθρώπινης μορφής , συχνά νοούμενης ολόσωμης και όχι το πορτραίτο
- ανθρώπινη μορφή που δεν είναι σαφής, γενικό περίγραμμα, σιλουέτα
- είδα στο σοκάκι μια ανδρική φιγούρα
- χαρτί της τράπουλας με απεικόνιση
- συγκεκριμένες κινήσεις σε χορούς
- δεν ξέρω τις καινούργιες φιγούρες
- εντυπωσιασμός
- κάνω φιγούρα
- κολιέ με κεντρική φιγουρα ένα μαύρο πετράδι
- τα πρόσωπα, οι ήρωες στον Καραγκιόζη
- η φιγούρα του Χατζηαβάτη
- σημαντικό πρόσωπο, με χαρακτηριστικά ασάφειας, σε μια πλοκή ή πραγματική υπόθεση
- στο σκάνδαλο κεντρική φιγούρα ήταν τελικά ο υπεράνω υποψίας υποδιευθυντής
- στην ψυχανάλυση η μητέρα θεωρείται κεντρική φιγούρα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ακροφιγούρα
- ακροφίγουρο
- φιγουράρω
- φιγουρατζής
- φιγουρατζού
- φιγουρατζίδικα
- φιγουρατζίδικος
- φιγουράτος
- φιγουρίνι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φιγούρα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)