silhouette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.lwet/
- silhouette
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
silhouette | silhouettes |
silhouette (fr) θηλυκό