τράπουλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τράπουλα < ιταλική trappola (παγίδα, μεταφορικά: απάτη) < γαλλική trappe < φραγκική *trappa < πρωτογερμανική *trap- / *tramp- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dremb- (τρέχω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈtɾapula/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρά‐που‐λα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τράπουλα θηλυκό
- (χαρτοπαίγνιο) ένα σύνολο από 52 (ή άλλον αριθμό) καρτών / τραπουλόχαρτων, με τα οποία παίζονται διάφορα παιχνίδια (τύχης ή ικανοτήτων) ή χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς
Συγγενικά
[επεξεργασία]Υπώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- κόβω την τράπουλα
- ξαναμοιράζω την τράπουλα: (μεταφορικά) κάνω αναδιανομή αρμοδιοτήτων ή ρόλων
- Παίζει με σημαδεμένη τράπουλα:
- (κυριολεκτικά) χαρτοκλέβει
- (μεταφορικά) προσπαθεί να εξαπατήσει
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- τράπουλα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα φραγκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χαρτοπαίγνια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)