Μετάβαση στο περιεχόμενο

εντυπωσιασμός

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εντυπωσιασμός οι εντυπωσιασμοί
      γενική του εντυπωσιασμού των εντυπωσιασμών
    αιτιατική τον εντυπωσιασμό τους εντυπωσιασμούς
     κλητική εντυπωσιασμέ εντυπωσιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εντυπωσιασμός < εντυπωσιάζω + -μός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εντυπωσιασμός αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]