εντυπωσιασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εντυπωσιασμός < εντυπωσιάζω + -μός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εντυπωσιασμός αρσενικό
- η ενέργεια του εντυπωσιάζω, η δημιουργία έντονων εντυπώσεων, πολλές φορές παρακάμπτοντας το λογικό του δέκτη