εντυπωσίαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εντυπωσίαση | οι | εντυπωσιάσεις |
γενική | της | εντυπωσίασης* | των | εντυπωσιάσεων |
αιτιατική | την | εντυπωσίαση | τις | εντυπωσιάσεις |
κλητική | εντυπωσίαση | εντυπωσιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εντυπωσιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εντυπωσίαση < εντυπωσιάζω + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εντυπωσίαση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εντυπωσίαση
|