Μετάβαση στο περιεχόμενο

fingo

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fingo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰeyǵʰ- (κατασκευάζω)

fingo (la)