μεγιστάνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεγιστάνας < (ελληνιστική κοινή) μεγιστάν < αρχαία ελληνική μέγιστος < μέγας
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.ʝiˈsta.nas/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεγιστάνας αρσενικό
- o άρχοντας ή o υψηλόβαθμος αξιωματούχος
- το σημαντικό πρόσωπο (με οικονομική, πολιτική ή άλλη δύναμη)
- → δείτε τη λέξη βαρώνος (μεταφορικά)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μέγας