rex
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- rex < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃rḗǵs
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rex (la) αρσενικό
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- νέα ελληνική: → δείτε τις λέξεις ρήγας, ριάλι και ρεγάλο
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rex | regēs |
γενική | regis | regum |
δοτική | regī | regibus |
αιτιατική | regem | regēs |
κλητική | rex | regēs |
αφαιρετική | rege | regibus |