Μετάβαση στο περιεχόμενο

regina

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
regina < πρωτοϊταλική rēginā < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃rḗǵnih₂ (βασίλισσα)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

regina θηλυκό

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική regina reginae
γενική reginae reginārum
δοτική reginae reginīs
αιτιατική reginam reginās
κλητική regina reginae
αφαιρετική reginā reginīs
(α' κλίση)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

regina (it)