ριάλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ριάλι | τα | ριάλια |
γενική | του | ριαλιού | των | ριαλιών |
αιτιατική | το | ριάλι | τα | ριάλια |
κλητική | ριάλι | ριάλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ριάλι < ισπανική real (βασιλικός) < regalis < λατινική regalis < rex < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃rḗǵs
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ριάλι ουδέτερο
- (παρωχημένο) ισπανικό νόμισμα, ¼ της πεσέτας
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ριάλι
|