real
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | real |
συγκριτικός | realer / more real |
υπερθετικός | realest / most real |
Επίθετο
[επεξεργασία]real (en)
- πραγματικός, που υπάρχει και δεν φαντάζεται
- ⮡ in real life - στην πραγματική ζωή
- ⮡ It’s a real advantage.
- Είναι πραγματικό πλεονέκτημα.
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) πραγματικός, χρησιμοποιείται για να τονίσει μια κατάσταση ή ιδιότητα
- ⮡ That child is a real handful.
- Αυτό το παιδί είναι πραγματικός μπελάς.
- ⮡ That child is a real handful.
Σύνθετα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- real < (άμεσο δάνειο) υστερολατινική reālis
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]real (de)
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
real | reales |
Επίθετο
[επεξεργασία]real (es)
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
real | reais |
Επίθετο
[επεξεργασία]real (pt)
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Δάνεια από τα υστερολατινικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Επίθετα (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Ισπανική γλώσσα
- Επίθετα (ισπανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ισπανικά)
- Πορτογαλική γλώσσα
- Επίθετα (πορτογαλικά)