ρεαλιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρεαλιστικός < ρεαλιστής + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική réaliste)
Επίθετο
[επεξεργασία]ρεαλιστικός
- που αποδίδει την πραγματικότητα ή βασίζεται σε αυτήν για να δημιουργήσει μία φανταστική αφήγηση
- ρεαλιστικό μυθιστόρημα
- που εδράζεται στην πραγματικότητα και θέτει εφικτούς στόχους
- αυτό το κόμμα διατείνεται ότι ακολουθεί μια ρεαλιστική πολιτική