réaliste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʁe.a.list/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
réaliste réalistes

réaliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
réaliste réalistes

réaliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]