πεσέτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πεσέτα | οι | πεσέτες |
γενική | της | πεσέτας | των | πεσετών |
αιτιατική | την | πεσέτα | τις | πεσέτες |
κλητική | πεσέτα | πεσέτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πεσέτα < (άμεσο δάνειο) ισπανική peseta < peso < λατινική pensum < penso < pendo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)pen(d)-
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πεσέτα θηλυκό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- πεσέτα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομίσματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)