πετσέτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πετσέτα | οι | πετσέτες |
γενική | της | πετσέτας | των | πετσετών |
αιτιατική | την | πετσέτα | τις | πετσέτες |
κλητική | πετσέτα | πετσέτες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πετσέτα < μεσαιωνική ελληνική πετσέτα < ιταλική pezzetta[1], υποκοριστικό του pezza (κομμάτι από πανί) + -etta στην δημοτική: -έτα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πετσέτα θηλυκό
- κομματάκι υφάσματος, για προστασία από λέρωμα, σε γεύμα
- ορθογώνιο ή τετράγωνο απορροφητικό ύφασμα, με το οποίο σκουπίζουμε το σώμα μας
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- λουτροπετσέτα
- πετσετοθήκη
- χαρτοπετσέτα
- → δείτε τη λέξη πέτσα
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πετσέτα
[επεξεργασία]
- ↑ «πετσέτα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.