κομμάτι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κομμάτι | τα | κομμάτια |
γενική | του | κομματιού | των | κομματιών |
αιτιατική | το | κομμάτι | τα | κομμάτια |
κλητική | κομμάτι | κομμάτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κομμάτι < κόπτω
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κομμάτι ουδέτερο
- τμήμα, μέρος ενός όλου
- τραγούδι ή μελωδία
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κομμάτι
Επίρρημα
[επεξεργασία]κομμάτι ποσοτικό
- κάτσε να ξαποστάσεις κομμάτι
- μην τον ξεσυνερίζεσαι, είναι κομμάτι ζαβός