part

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
part parts

part (en)

  1. (μη μετρήσιμο) το μέρος, το τμήμα, η μερίδα, μερικά αλλά όχι όλα
    part of the salary of an employee - ένα μέρος από το μισθό ενός υπαλλήλου
    I will spend part of my vacation in Crete.
    Θα περάσω ένα μέρος των διακοπών μου στην Κρήτη.
    He got his part of the profits.
    Πήρε το μέρος του από τα κέρδη.
    I spent part of my vacation in Rome.
    Πέρασα τμήμα των διακοπών μου στη Ρώμη.
    I only own part of the building plot.
    Είμαι κύριος μόνον ενός τμήματος του οικοπέδου.
    for the most part - στο μεγαλύτερο του τμήμα
  2. (μετρήσιμο) το μέρος, το τμήμα, η μερίδα, το μερίδιο, ένα κομμάτι από κάτι
    Cut it into ten parts.
    Κόψ' το σε δέκα μέρη.
    They promised him a part of the proceeds.
    Του υποσχέθηκαν ένα μέρος από τις εισπράξεις.
    I am dividing it in three parts.
    Το μοιράζω σε τρία τμήματα.
    a part of a house/road/plot of land/city - τμήμα ενός σπιτιού/ενός δρόμου/ενός οικοπέδου/μιας πόλης
    all parts of the population - όλα τα τμήματα του πληθυσμού
    a large part of the press - μια μεγάλη μερίδα του τύπου
    I am doing my part (of the work).
    Κάνω το μερίδιο μου (σε μια δουλειά).
     συνώνυμα:  component, element, piece, portion και share
  3. (μη μετρήσιμο) το μέρος, το κομμάτι, το στοιχείο ή μέλος κάτι, ένα άτομο ή ένα πράγμα που ανήκει σε μια ομάδα
    part of the students in a class - ένα μέρος από τους μαθητές μιας τάξης
    Track and field is the most interesting part of the Olympic Games.
    Ο στίβος είναι το πιο ενδιαφέρον κομμάτι των Ολυμπιακών Αγώνων.
  4. (μετρήσιμο) το μέρος, ένα συγκεκριμένο μέρος ή περιοχή σώματος ανθρώπου ή ζώου ή φυτού
    the parts of the body - τα μέρη του σώματος
  5. (μετρήσιμο) το συστατικό, ένα μέρος μιας μηχανής
    the parts of a camera - τα συστατικά μιας φωτογραφικής μηχανής
  6. (μετρήσιμο) το τμήμα, μια περιοχή του κόσμου, μια χώρα, μια πόλη κτλ.
    the shopping part of the town - το εμπορικό τμήμα της πόλης
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη region
  7. (μόνο στον πληθυντικό, ανεπίσημο) η περιφέρεια, τα μέρη, η περιοχή
    There is not much tourism in these parts.
    Δεν υπάρχει πολύς τουρισμός στην περιφέρεια μας.
    I am a stranger to these parts.
    Είμαι ξένος σ' αυτά τα μέρη.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη region
  8. (μετρήσιμο) το μέρος, το τμήμα εγγράφου, τηλεοπτικής σειράς, κτλ.
    The first part of the book is divided into two chapters.
    Tο πρώτο μέρος του βιβλίου χωρίζεται σε δύο κεφάλαια.
  9. (μετρήσιμο) ο ρόλος, το μέρος σε θεατρικό έργο
    He played his part well.
    Έπαιξε καλά το μέρος του.
     συνώνυμα: role
  10. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το μέρος, το μερίδιο, ο τρόπος με τον οποίο εμπλέκεται κάποιος ή κάτι σε μια ενέργεια ή κατάσταση
    It is part of an international conspiracy.
    Αποτελεί μέρος μιας διεθνούς συνομωσίας.
    I have no part in this business.
    Δεν έχω μερίδιο σ' αυτή την επιχείρηση.
  11. (μετρήσιμο, μουσική) το μέρος, η μουσική για μια συγκεκριμένη φωνή ή όργανο σε μια ομάδα τραγουδώντας ή παίζοντας μαζί
    the choir/orchestra part - το μέρος της χορωδίας/της ορχήστρας
  12. (μετρήσιμο) το μέρος σε αναλογίες
    one part sugar, two parts flour - ένα μέρος ζάχαρη, δύο μέρη αλεύρι
  13. (μετρήσιμο, αμερικανική σημασία) η χωρίστρα
    My part is straight/crooked.
    H χωρίστρα μου είναι ίσια/στραβή.
     συνώνυμα: parting (βρετανική σημασία)
  14. 3.5 εκατοστά του λίτρου (για συστατικά ενός υγρού διαλύματος)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας part
γ΄ ενικό ενεστώτα parts
αόριστος parted
παθητική μετοχή parted
ενεργητική μετοχή parting

part (en)

  • κάνω χωρίστρα, για μαλλιά
    I part my hair in the middle/to the side/to the right/to the left.
    Kάνω χωρίστρα στη μέση/στο πλάι/δεξιά/αριστερά.

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
part parts

part (fr) θηλυκό

  1. το μέρος, το κομμάτι, το μερίδιο
    il veut une part du gateau - θέλει ένα κομμάτι από το γλυκό ((μεταφορικά) θέλει ένα μερίδιο από τα κέρδη)
  2. ο ρεφενές