partial
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
partial (en)
- μερικός (όχι ολοκληρωμένος)
- μεροληπτικός, προκατειλημμένος
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | partial | partiaux |
θηλυκό | partiale | partiales |
Επίθετο[επεξεργασία]
partial (fr)