depart
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]depart (en)
- (αμετάβατο) φεύγω, αναχωρώ
- (μεταβατικό) φεύγω από κάπου, αφήνω
- (αμετάβατο), (μεταφορικά) πεθαίνω, χάνομαι
- απέχω, αποκλίνω (διαφέρω από το συνηθισμένο)
- The show departs from the usual sitcom formula in several ways.
- παρεκκλίνω από όρους συμφωνίας, μια τυπική διαδικασία, κλπ.
- If you depart from the terms of this agreement, you may be held liable.